- αιρώ
- Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα.
* * *αἱρῶ (-έω) (AM)Ι. ενεργ.1. παίρνω, αρπάζω2. απομακρύνω, αφαιρώ3. (και μέσ.) καταλαμβάνω, κυριεύω, παίρνω υπό την εξουσία μου4. υπερισχύω, φονεύω5. (για ζώα) κυνηγώ, συλλαμβάνω στο κυνήγι6. (για αγώνες) κατανικώ, νικώ, κερδίζω7. συναντώ, βρίσκω κάποιον8. παγιδεύω, αιχμαλωτίζω, εξαπατώ αλλά και με καλή σημασία, πείθω, ελκύω, παίρνω με το μέρος μου9. (με μτχ.) συλλαμβάνω, πιάνω κάποιον να κάνει κάτι10. (και μέσ.) πετυχαίνω, κερδίζω, αποκτώ11. (ως νομ. όρ.) κηρύσσω, αποδεικνύω κάποιον ένοχο12. κερδίζω δίκη (ειδ. η μτχ. αορ. ἑλόντες με αυτή τη σημασία αντίθ. τού ἑαλωκότες)13. (για πράξεις ή γεγονότα) επιβαρύνω, καταδικάζω14. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω(ως παθ. για τις ανωτέρω σημ. χρησιμοποιείται το ἁλίσκομαι*)μέσ.1. παίρνω για τον εαυτό μου2. επιλέγω, εκλέγω, διαλέγω3. προτιμώ, δίνω την προτίμησή μου σε κάτι4. επιλέγω με ψήφο, εκλέγω κάποιον σε ένα αξίωμα. ΙΙΙ παθ.1. καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι2. συλλαμβάνομαι, πιάνομαι αιχμάλωτος3. ψηφίζομαι, εκλέγομαι (ο αόρ. ἡρέθην πάντοτε με αυτή τη σημ.)4. (για αγώνες, αγωνίσματα κ.λπ.) κερδίζομαι(«ὁ ἀγὼν ἡρέθη» κερδήθηκε)(μσν. φρ.) «κατὰ τὸν αἱροῡντα χριστιανισμῷ λόγον» σύμφωνα με τις αρχές τού χριστιανισμού(αρχ. φρ.) «αἱρῶ γραφὴν (ἢ δίκην)» κερδίζω ψήφο για την καταδίκη τού αντιδίκου, καταδικάζω«αἱροῡμαι γνώμην», αποδέχομαι, υιοθετώ μια γνώμη«αἱρεῑ ὁ λόγος» (και απλώς «αἱρεῑ») ο ορθός λόγος ή η λογική τού πράγματος εξαναγκάζει, αποδεικνύει, πείθει, «αἱροῡμαι τά τινος», παίρνω το μέρος κάποιου, προσχωρώ σ’ αυτόν, πηγαίνω μαζί του.[ΕΤΥΜΟΛ. Για την προέλευση τής λ. δεν έχει προταθεί ακόμη ικανοποιητική ερμηνεία. Άλλοι συνδέουν τη λ. με τη ρίζα *ser- «κινούμαι γρήγορα, ορμητικά προς» τού ὁρμή, που τήν θεωρούν και ως αρχική σημ. τού ρ. αἱρῶ, ενώ άλλοι παράγουν τη λ. από το ἐξαίρετος (προϊόν συμφυρμού τών ἔξαιτος* και -άγρετος < ἀγρέω) από όπου προήλθε το ἐξαιρῶ και μετά το απλό αἱρῶ, δασυνόμενο αναλογικά προς το ἑλεῖν τού αορίστου. Κατά τής β΄ απόψεως είναι το γεγονός ότι το ἐξαιρῶ μαρτυρείται αργότερα από το απλό αἱρῶ.ΠΑΡ. αίρεσις, αιρετός, αρχ. αἱρετής, αἱρετίς.ΣΥΝΘ. αναιρώ, αφαιρώ, διαιρώ, εξαιρώ, καθαιρώ, μεθαιρώ, παραιρώ, περιαιρώ, προαιρώ, προσαιρώ, συναιρώ].
Dictionary of Greek. 2013.